Ο Μανολόπουλος πρωτοπήγε στην Πάρο πριν από πολλά πολλά χρόνια, όταν σκέφτηκε να περάσει το Πάσχα του σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί –«Στην Πάρο να πας», του είχε πει ένας φίλος, «στο Πίσω Λιβάδι, ένα ήσυχο ψαρολίμανο, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα δεν έχει, με λάμπες πετρελαίου θα τη βγάλεις, αλλά θα σ’ αρέσει, θα δεις»– και χωρίς να το πολυσκεφθεί, άμ’ έπος άμ’ έργον, βουτά τη γυναίκα του τη Μεγάλη Παρασκευή εκείνου του Πάσχα, αναχωρούν πρωί πρωί ολοταχώς για την Πάρο και… απογευματάκι, μετά από εξάωρο ταξίδι, τους βλέπουμε να καταφθάνουν στο λιμάνι της και από εκεί κυριολεκτικά να μπουκάρουν σ’ ένα ταξί.
«Πού πάνε τα παιδιά;» ο ταξιτζής, «Στο Πίσω Λιβάδι, στου Λούπη», τα παιδιά, «αλλά πριν θα θέλαμε κάτι να φάμε, πεινάμε σαν λύκοι». «Μην το συζητάτε, στου Φυσιλάνη, στη Μάρπησσα, είναι και κρεοπωλείο και ταβέρνα… Πολλές μέρες;» «Πολλές, αν μας αρέσει δηλαδή». «Δε γίνεται να μη σας αρέσει. Από δω και πέρα, να το θυμάστε, όλα τα Πάσχα της ζωής σας εδώ θα τα περνάτε, το υπογράφει ο Μανόλης με τ’ όνομα».
Έτσι λοιπόν, μετά από μισή ώρα, ο Μανόλης με τ’ όνομα τους ξεφορτώνει στη Μάρπησσα –ονειρεμένο χωριό–, τους δείχνει και πώς θα φτάσουν στου Φυσιλάνη και φεύγοντας τους φωνάζει ότι μετά κατηφορίζουν και με τα πόδια για τα ενοικιαζόμενα του Λούπη, τεταρτάκι το πολύ, εκτός εάν θέλουν να τους περιμένει.
Καλύτερα να τους περιμένει, του είπαν· και τους περίμενε.
Έτσι κάποτε, πανευτυχείς και πεινασμένοι, φτάνουν επιτέλους στην ταβέρνα του Φυσιλάνη, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, μόνο που, για να λέμε και τ’ αρνητικά της ιστορίας, τους τα χάλασε λίγο η υποδοχή των παρευρισκομένων, γιατί, με το που μπήκαν, πρόσεξαν –το πρώτο σοκ τους– ότι η είσοδός τους δημιούργησε μια μικρή αναστάτωση στις δυο τρεις παρέες που κουτσόπιναν τα κρασάκια τους εκεί.
Δεν ήξεραν βέβαια την ακριβή αιτία, αλλά πολύ γρήγορα –το είδαν στα μάτια τους– την απέδωσαν στο μίνι της κυρίας Μανολοπούλου –το δεύτερο σοκ– γιατί μάλλον αυτό θα τάραξε τα ήσυχα νερά τους· ίσως όμως και η περιέργειά τους για το ποιοι είναι αυτοί οι παρείσακτοι· ή και τα δύο. Και το μίνι και η περιέργεια, γιατί, η εποχή του εβδομήντα –με σχεδόν ανύπαρκτο τουρισμό τότε– δικαιολογεί και τα δύο.
Μαγκωμένοι πάντως από την υποδοχή τους, ρώτησαν, δειλά δειλά, εάν επιτρέπεται να καθίσουν.
«Πώς, πώς! Καθίστε» –πάλι καλά– και κάθισαν· στρογγυλοκάθισαν μάλλον σ’ ένα γωνιακό τσίγκινο τραπεζάκι· διάλεξαν γωνιακό, πιθανόν για να δίνουν μικρότερο στόχο για σχόλια στους περίεργους.
Ίσως μάλιστα γι’ αυτό και η γυναίκα του να κάθισε με πλάτη στους πελάτες για να στερήσει το θέαμα στα λαίμαργα μάτια τους.
Δίπλα τους είδαν να κάθεται ένας τύπος κοντούλης, παχουλούλης –βαρελάκι– με κόκκινες πιτσιλιές στο πρόσωπο, με πανέξυπνα μάτια και με ένα συνεχές πονηρό χαμόγελο στο στόμα, καμιά πενηνταριά ετών, που, απ’ ό,τι πρόσεξαν, έπινε ξεροσφύρι –και ολομόναχος– κάποιο κοκκινέλι σ’ ένα βαθύ χοντρό ποτήρι νερού και από τον τρόπο που τους κοίταζε συνεπαίραναν ότι αυτός μάλλον τους έδειχνε μια φιλική διάθεση, έως και συμπαράσταση στα δρώμενα.
Πάντως, ο αποκλεισμός του θεάματος στο μίνι της γυναίκας του προκάλεσε φαίνεται κάποια –δικαιολογημένη όντως– δυσαρέσκεια στο φιλοθεάμον κοινό.
Εν τω μεταξύ είχε φτάσει και ο ταβερνιάρης και στην ερώτησή του τι θα πάρουν, ο Μανολόπουλος –ελάχιστα, έως καθόλου θρησκευόμενος– τον ρώτησε με τη σειρά του, επειδή και τα στομάχια τους –είπε– είναι τελείως άδεια –εδώ βρισκόμαστε στο τρίτο σοκ της ημέρας– εάν θα είχε αντίρρηση να τους φέρει δυο μερίδες καλοψημένα μπριζολάκια, με όλα τα συνοδευτικά τους, σαλάτες και λοιπά…
Τι πιο απλό; Μια μικρή φρασούλα, την οποία μάλιστα, όπως πολύ καλά θυμάται, την είπε απλά, καθαρά, πεντακάθαρα. «Δυο μερίδες καλοψημένα μπριζολάκια», αυτό είπε μόνο.
Όταν όμως ο Μανολόπουλος, με το που είπε τη φράση, είδε σύσσωμο το ακροατήριο κυριολεκτικά να παγώνει –εδώ φτάνουμε αισίως στο τέταρτο σοκ– και όταν μάλιστα ο ταβερνιάρης –προφανώς αυτός ήταν ο κύριος Φυσιλάνης– του ζήτησε για δεύτερη φορά «να επαναλάβει την παραγγελία του ο κύριος», γιατί δεν είναι βέβαιος αν την ά