Τον Απρίλιο του ’75, εμείς οι Αρσακειάδες της τρίτης λυκείου, ήμασταν κιόλας έτοιμες για την πενταήμερη. Ανυπομονούσαμε να ξενυχτήσουμε με ζήλο, να μεθύσουμε (με ζήλο) και, στην πολυπόθητη, πλην ακραία περίπτωση, να ερωτοτροπήσουμε (με ασυγκράτητο ζήλο και προσμονή: το ομολογώ). Άλλωστε, γι’ αυτό γίνονταν οι πενταήμερες: οι καθηγητές έχαναν τον ύπνο τους, λούφαραν για να μη συνοδεύσουν αχαλίνωτα μαθητικά πλήθη σε παραλίες και κατσάβραχα, κι όταν τους έπεφτε ο κλήρος εφοδιάζονταν με αγχολυτικά ώστε να επιστρέψουν όλοι στην Αθήνα ακέραιοι από ψυχική και ανατομική άποψη. Φαινομενικά τουλάχιστον.
Στη διάρκεια της πενταήμερης, τα σχολεία, ακόμα και τα δήθεν παρθεναγωγεία της δήθεν μεσαίας τάξης όπως το δικό μας, μεταμορφώνονταν σε θηριοτροφεία, σε ιδρύματα δαιμονισμένων· διότι, όπως προανέφερα, αν στην πενταήμερη δεν ξενυχτούσες, δεν μεθούσες και δεν ερωτοτροπούσες, είχες χάσει την πρώτη μεγάλη ευκαιρία της ζωής. Η αποτυχία σού έγνεφε και ίσως στο εξής να σ’ έπαιρνε φαλάγγι.
Η «επιτροπή πενταήμερης» –τα κορίτσια που προθυμοποιούνταν εκ συστήματος να γίνουν απουσιολόγοι, επιμελήτριες και οργανώτριες (συνήθως παραδόξων και ανώφελων εκδηλώσεων)– πρότειναν τη Μύκονο, ή τη Σαντορίνη, ή την Πάρο· επέμεναν στις Κυκλάδες διότι, όπως ισχυρίστηκαν για να πείσουν τους καθηγητές, «υπάρχουν αρχαιότητες», «αξιοθέατα», «γραφικό ελληνικό τοπίο», «λαογραφικό ενδιαφέρον». Στην πραγματικότητα, κριτήριο ήταν οι ντισκοτέκ: πολλές στη Μύκονο, λιγότερες στη Σαντορίνη κι ακόμα λιγότερες στην Πάρο. Επίσης, υπήρχαν τουρίστες: ψηλοί, ξανθοί Οστρογότθοι, Βησιγότθοι, Γαλάτες και Βίκινγκς από τον βορρά. Χώρια η πληροφορία ότι το Βαρβάκειο σχεδίαζε τη δική του πενταήμερη στα ίδια μέρη. Αυτό ίσως χρησίμευε για τον τρίτο και υπέρτατο στόχο: την ερωτοτροπία.
Ήμασταν όλες ενθουσιασμένες: Κυκλάδες! Εκτυφλωτικό ηλιόφως την ημέρα, στροβοσκοπικοί προβολείς τη νύχτα· ξέφρενοι χοροί και κοκτέιλ Αλεξάντερ, τζιν φις και τα τοιαύτα. Και πού ξέρεις: γαλλικά φιλιά, ο προθάλαμος του σεξ! Τα προκαταρκτικά!
Ώσπου να αποφασίσουν οι καθηγητές σε ποιο από τα τρία νησιά θα εκδράμουμε, είχαμε κάνει τα πιο τρελά όνειρα· προσδοκούσαμε ένα πάρτυ που θα διαρκούσε πέντε μερόνυχτα και που μπροστά του θα χλόμιαζε ο Υπέροχος Γκάτσμπυ. Όμως, στο τέλος του σκληρού μήνα Απριλίου, ο καθηγητής της Ιστορίας –χουντικός– και η καθηγήτρια της Γεωλογίας –χουντική και θεούσα (με κότσο και κάλτσες με ραφή)– ανακοίνωσαν στην πρωινή προσευχή ότι η πενθήμερη εξόρμησις θα πραγματοποιηθεί εις τας Πρέσπας. Στην Πτολεμαΐδα. Στη Φλώρινα. Στα ελληνο-αλβανικά σύνορα. Εκεί όπου αργότερα θα γύριζε μελαγχολικές ταινίες ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος.
Τι κάναμε: πήγαμε. Με βαριά καρδιά: ήταν μια πικρή και ομιχλώδης εβδομάδα του Μαΐου· σ’ όλη τη Βόρεια Ελλάδα έβρεχε. Όταν επιστρέψαμε στην Αθήνα, ήμασταν τσακωμένες η μία με την άλλη και όλες με τους συνοδούς-καθηγητές. Σχεδόν όλες: εκτός απ’ τα καρφιά, εκτός απ’ τις ρουφιάνες. Το χαμένο κυκλαδικό όνειρο προκάλεσε νεύρα, κρίσεις δακρύων, ένα χαστούκι, τρία συνάχια απ’ την υγρασία, έξι οκταήμερες αποβολές –κοινώς, οχτάρες–, ένα προσωρινά αγνοούμενο πρόσωπο –μια μαθήτρια αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι της με το ΚΤΕΛ– κι ένα ακόμα πρόσωπο που έπεσε οριστικά σε δυσμένεια. Το πρόσωπο αυτό κατηγορήθηκε για «ανάρμοστη συμπεριφορά» και πήρε απολυτήριο με κοσμία. Δεν θα αποκαλύψω το όνομά του, αλλά μου επιτρέπεται
να πω ότι από το 1975 –όταν αποφοιτήσαμε, επιτέλους– μέχρι το 1988, το προαναφερθέν παραδαρμένο ον, πέρασε, μαζί με τον υπνόσακκό του, όλα τα καλοκαίρια στις Κυκλάδες, όπου ξενύχτησε, μέθυσε και ερωτοτρόπησε με ζήλο.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ